σκυλολόι

σκυλολόι
και σκυλολόγι, το, Ν
1. ομάδα, σύνολο σκύλων
2. μτφ. υβριστ. σύνολο ανθρώπων τών οποίων οι ισχυρισμοί, οι γνώμες και οι διαμαρτυρίες δεν αξίζει να λαμβάνονται υπ' όψιν, γιατί μοιάζουν με γαυγίσματα σκύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -λόγι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… …   Dictionary of Greek

  • αρχοντολόι — το (Μ ἀρχοντολόγιν) 1. το σύνολο των αρχόντων ή η τάξη των αρχόντων 2. η τάξη των πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + λόι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. μελισσολόι, σκυλολόι, συγγενολόι)] …   Dictionary of Greek

  • γενεαλόγι — το (Μ γενεαλόγιν) 1. η γενιά, οι πρόγονοι 2. οι συγγενείς, η οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενεά + λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δενδρολό(γ)ι — το πυκνή συστάδα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρο + λό(γ)ι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι)] …   Dictionary of Greek

  • σκυλολόγι — το, Ν βλ. σκυλολόι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”