-λόγι — και λόι νεοελλ. β συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που λειτουργεί πλέον ως επίθημα το οποίο δηλώνει αριθμητικό πλήθος, πλησμονή, αφθονία (πρβλ. γυναικολόι). Το παραγωγικό αυτό μόρφημα ανάγεται σε μτγν. αρχ. λόγιον < λόγος < λέγω («συλλέγω,… … Dictionary of Greek
αρχοντολόι — το (Μ ἀρχοντολόγιν) 1. το σύνολο των αρχόντων ή η τάξη των αρχόντων 2. η τάξη των πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + λόι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. μελισσολόι, σκυλολόι, συγγενολόι)] … Dictionary of Greek
γενεαλόγι — το (Μ γενεαλόγιν) 1. η γενιά, οι πρόγονοι 2. οι συγγενείς, η οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενεά + λογιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δενδρολό(γ)ι — το πυκνή συστάδα δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρο + λό(γ)ι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. αρχοντολόι, μελισσολόι, σκυλολόι)] … Dictionary of Greek
σκυλολόγι — το, Ν βλ. σκυλολόι … Dictionary of Greek